- συγκατέστησε
- συγκαθίστημιjoin in bringing backaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. εγκαθιστώ κάτι κάπου μαζί με άλλους («ὑπολειφθεὶς κατέπλευσεν εἰς Πειραιᾱ μόνος καὶ οὐ συγκατέστησε τὸν στόλον μετὰ τῶν ἄλλων τριηραρχῶν», Δημοσθ.) 2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («τόν δε τὸν Διὸς φίλον τὸν ξυγκαταστήσαντα τὴν τυραννίδα»,… … Dictionary of Greek